δεκάζεται

δεκάζεται
δεκάζω
bribe
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαταδέκαστος — ἀκαταδέκαστος, ον (Μ) [*καταδεκάζω] όποιος δεν δεκάζεται με κανένα τρόπο, ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

  • εριθευτός — ἐριθευτός, ή, όν και κρητ. τ. ἐριθεοτός, ή, όν (Α) [εριθεύομαι] επιγρ. αυτός που δεκάζεται, που δωροδοκείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”